-
1 γαῖα
γαῖα, γῆ: earth, land; distinguished from the heavens, ( κίονες) αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσιν, Od. 1.54; geographically, Ἀχαιίδα γαῖαν, esp. native land, πατρίδα γαῖαν, pl., οὐδέ τις ἄλλη | φαίνετο γαιάων ἀλλ' οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα, Od. 14.302; as substance, χυτὴ γαῖα, for a grave, Il. 6.464 ; κωφὴ γαῖα, ‘silent dust,’ Il. 24.54; prov., ὗμεῖς πάντες ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισθε, Il. 7.99. The form γῆ is of less common occurrence, Od. 13.233, Od. 23.233, Il. 21.63.—Personified, Γαῖα, Il. 15.36; Γῆ, Il. 3.104, Il. 19.259.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γαῖα
-
2 ὕδωρ
ὕδωρ, ατος: water; pl., Od. 13.109; prov., ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισθε, as we say ‘become dust and ashes,’ Il. 7.99.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὕδωρ
-
3 γαῖα
γαῖα, ἡ, gen.Aγαίης Hom.
(and Antiph., v. infr.), Trag. γαίας, dat. , S.Aj. 659, E.Med. 736, etc., acc. γαῖαν: nom. γαίη only in late Poets, IG14.1935, etc.; [dialect] Dor. γαίᾱ ib.803 ([place name] Naples): pl.γαῖαι Od.
(v. infr.), LXX 4 Ki.18.35, al.:—poet. for γῆ, land, country, φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν to one's dear father land, Il.2.140, al.;γαῖάν τε τεὴν δῆμόν τε Od.8.555
: pl.,οὐδέ τις ἄλλη φαίνετο γαιάων 12.404
, D.P.882.2 earth, χυτὴ γ. earth thrown up to form a cairn, Il.23.256; ὦ γ. κεραμί, of potters' earth, Eub.43, cf. Sannyr.4;κύτος πλαστὸν ἐκ γαίης Antiph.52.3
; the forms γαιῶν, γαίαις, γαίας in codd. of LXX are written for γεῶν, etc.3 earth, as an element,ὑμεῖς.. ὕδωρ καὶ γ. γένοισθε Il.7.99
;ἐμοῦ θανόντος γ. μειχθήτω πυρί Trag.Adesp.513
;γαίης καὶ ὕδατος ἐκγενόμεσθα Xenoph.33
, cf. Emp.17.18, 109.1, etc. -
4 ἀ-κλεής
ἀ-κλεής, ές, ohne κλέος; Hom. dreimal, Od. 4, 728 νῠν αὖ παῖδ' ἀγαπητὸνἀνηρείψαντο ϑύελλαι ἀκλέα ἐκ μεγάρων, οὐδ' ὁρμηϑέντος ἄκουσα, ohne daß man Nachricht von ihm hätte; Iliad. 7, 100 ἀλλ' ὑμεῖς μὲν πάντες ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισϑε, ἥμενοι αὖϑι ἕκαστοι ἀκήριοι, ἀκλεὲς αὔτως, ruhmlos; 12, 318 οὐ μὰν ἀκληεῖς Λυκίην κάτα κοιρανέουσιν ἡμέτεροι βασιλῆες, vgl. Scholl. Didym.; – Nic. Al. 114; Qu. Sm. 3, 363; Call. Del. 295; – Plat. Legg. IX, 854 e ἀκλεὴς γενόμενος, ruhmlos; – Lys. 13, 45 ἀκλεέστατος ϑάνατος, der schimpflichste Tod; – Advb. bei Hom. dreimal, Iliad. 22, 304 μὴ μὰν ἀσπουδί γε καὶ ἀκλειῶς ἀπολοίμην, ἀλλὰ μέγα ῥέξας τι; Od. 1, 241. 14, 371 ἠδέ κε καὶ ᾡ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατ' ὀπίσσω. νῠν δέ μινἀκλειῶς ἅρπυιαι ἀνηρείψαντο· (οἴχετ' ἄιστος ἄπ υστος); – Her. 5, 74.
-
5 ἀ-κήριος [2]
ἀ-κήριος, ohne κῆρ; Hom. sechsmal; Iliad. 11, 392 ὀξὺ βέλος πέλεται, καὶ ἀκήριον αἶψα τίϑησιν, macht leblos, tödtet; – τινὰ δέος ἴσχει ακήριον. muthlose Furcht, Iliad. 5, 812. 817. 13, 224; – βροτῶν ἕνεκα δειλῶν, οἳ ἄλλοτε μέν τε ζαφλεγέες τελέϑουσιν, ἄλλοτε δὲ φϑινύϑουσιν ἀκήριοι Iliad. 21, 466; – αλλ' ὑμεῖς μὲν πάντες ὕδωρ καὶ γαῖα γένοισϑε, ἥμενοι αὖϑι ἕκαστοι ακήριοι, ἀκλεὲς αὔτως Iliad. 7, 100; – Apoll. Rhod. 2, 197 ἀκήριον ἠύτ' ὄνειρον, schwach.
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий